- ἱμερόπνους
- ἱμερό-πνους, πνουν,A breathing sweetness, BMus. Inscr.1084.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιμερόπνους — ἱμερόπνους, ουν (Α) αυτός που εμπνέει τον πόθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵμερος + πνους (< πνοος < πνοή < πνέω), πρβλ. ηδύ πνους] … Dictionary of Greek